διαγκωνίζομαι

διαγκωνίζομαι
(Α διαγκωνίζομαι)
νεοελλ.
1. προσπαθώ σπρώχνοντας με τους αγκώνες να ανοίξω δρόμο για να περάσω
2. συνωστίζομαι, συνωθούμαι
αρχ.
στηρίζομαι στον αγκώνα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • διαγκωνισάμενος — διαγκωνίζομαι lean on one s elbow aor part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαγκωνίζεσθαι — διαγκωνίζομαι lean on one s elbow pres inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαγκωνισμός — ο (Α διαγκωνισμός) [διαγκωνίζομαι] νεοελλ. το να σπρώχνει κανείς με τους αγκώνες για ν ανοίξει δρόμο αρχ. το να στηρίζεται κανείς στους αγκώνες του …   Dictionary of Greek

  • σκοτώνω — Ν 1. θανατώνω, φονεύω (α. «σκότωσε τη γυναίκα του» β. «καὶ σκοτωμένους δυο απ αυτούς, πολλ άσκημα ευρήκα», Ερωτόκρ.) 2. μτφ. α) προκαλώ βαθιά θλίψη και πόνο, ταλαιπωρώ, σωματικά ή ψυχικά, καταβασανίζω (α. «με αυτό που μού είπες μέ σκότωσες» β.… …   Dictionary of Greek

  • σκουντώ — άω, Ν 1. ωθώ βίαια, σπρώχνω («έκανε ολόκληρη φασαρία επειδή κάποιος στο λεωφορείο τόν σκούντησε») 2. μτφ. ενθαρρύνω, παροτρύνω ή και πιέζω κάποιον να κάνει κάτι («πάντοτε πρέπει να τόν σκουντώ για να διαβάσει») 3. (αλληλοπαθ.) σκουντιώμαι και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”